- νερουλάς
- οαυτός που κουβαλά ή πουλάει νερό, αλλ. νεροκουβαλητής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νερουλάς — ο, θηλ. νερουλού μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κατάλ. ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)] … Dictionary of Greek
νεροφόρος — ο, η (Μ νεροφόρος) 1. αυτός που μεταφέρει νερό, νεροκουβαλητής, νερουλάς 2. δοχείο νερού για λούσιμο ή για πλύσιμο μσν. αυτός που ασχολείται με το πότισμα κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + φόρος*] … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
υδροπωλητής — ο, Ν πωλητής νερού, νερουλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πωλητής (< πωλώ). Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑδροπωληταί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Λούης, Σπύρος — (Μαρούσι Αττικής 1872 – 1940). Ολυμπιονίκης αθλητής του μαραθωνίου. Κύρια ασχολία του ήταν η καλλιέργεια της γης και η μεταφορά νερού από το Μαρούσι στην Αθήνα (νερουλάς). Μολονότι δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον αθλητισμό, παρακινήθηκε από… … Dictionary of Greek
υδροφόρος — α, ο 1. που μεταφέρει νερό, που μ΄ αυτόν μεταφέρεται νερό: Υδροφόρος σωλήνας. 2. το αρσ. ως ουσ., υδροφόρος αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής, ο νερουλάς. 3. το θηλ. ως ουσ., υδροφόρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)